- ναυκληροκυβερνήτης
- ναυκληρο-κῠβερνήτης, ου, ὁ,A pilot of a ναυκλήριον, Wilcken Chr.434.4 (iv A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυκληροκυβερνήτης — ναυκληροκυβερνήτης, ὁ (Α) αυτός που διευθύνει το ναυκλήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυκλήριον + κυβερνήτης] … Dictionary of Greek